- ἐφήβους
- ἔφηβοςone arrived at adolescencemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
εφηβικός — ή, ό (Α ἐφηβικός, ή, όν, δωρ. τ. ἐφαβικός) [έφηβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφήβους ή στην εφηβική ηλικία, νεανικός (α. «ἐφαβικὰ βαῑνε δ ἐς ἆθλα», Θεόκρ. β. «εμάντευες όλο εκείνο το εφηβικό κορμί το μεστωμένο», Ξενόπλ.) νεοελλ. μτφ.… … Dictionary of Greek
κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… … Dictionary of Greek
πέτασος — Ονομασία καλύματος της κεφαλής στην αρχαιότητα. Ήταν πλατύγυρος και κατασκευαζόταν από πίλημα, δέρμα ή άχυρα. Δενόταν κάτω από το σαγόνι με παραγναθίδες. Ο π. προφύλασσε από τη βροχή και τον ήλιο και αποτελούσε το σύμβολο των οδοιπόρων. * * * ο,… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
наоусица — НАОУСИЦ|А (1*), Ѣ ( А) с. Юношеский пушок на лице, пробивающиеся усы: Законны˫а же бракы свѣщають межю собою грьци. егда ˫аже ѡ брацѣхъ. законы повелѣна˫а схранѧть. по(д)бает же ѹбо ѹношамъ в наѹсицю быти. (ἐφήβους) КР 1284, 277в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
наоусьѥ — НАОУСЬ|Ѥ (1*), ˫А с. То же, что наѹсица: подобаѥть ѹношамъ. в наѹсьи быти възрастомь. (ἐφήβους) МПр XIV, 235 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ORNITHIA — lusus apud Athenienses, in quo everberabantur pueri. Plut. in Lycurgo, Πολλοὺς ἐφήβους ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τῆς ὀρνιθείας ἑωράκαμεν ἀποθνήσκο τας ταῖς πληγαῖς, Multos ephebos, inara Ornithiae (seu augurii) caesos verberibus mori vidimus. Sic idem in… … Hofmann J. Lexicon universale
Σκιέρεια — Αρχαία ελληνική γιορτή, που γινόταν, κάθε τρία χρόνια, στην Αλέα της Αρκαδίας, για να τιμηθεί ο Διόνυσος. Στη γιορτή αυτή, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου των Δελφών, μαστίγωναν μέσα στο ναό και μπροστά στο άγαλμα του θεού, τις γυναίκες, όπως… … Dictionary of Greek
έφηβος — ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος) αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.) αρχ. 1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» να γραφούν στα… … Dictionary of Greek